στροφύλι

στροφύλι
(I)
το, Ν
βλ. στέμφυλο.
————————
(II)
το, Ν
το γνωστό με τη λόγια ονομασία τριγωνίσκος φυτό, παρόμοιο με το τριφύλλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στέμφυλο — το / στέμφυλον, ΝΑ, και στράφυλο και στροφύλι, και ως θηλ. και οτροφυλιά, η, Ν η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών σταφυλιών, το τσίπουρο αρχ. 1. η πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη τών ελιών 2. στον πληθ. τὰ στέμφυλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”